- καταπροπίνω
- καταπροπίνω (Μ)1. προδίδω κάποιον αφού παρασύρθηκα με δώρα, κυρίως με οινοποσία2. μτφ. σπαταλώ πίνοντας και χαρίζοντας δώρα, διασπαθίζω την περιουσία μου ασωτεύοντας.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + προπίνω «πίνω πρώτος, πίνω κάνοντας πρόποση, δωρίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.